-
1 ντροπή
η1) стыд, срам, позор;τί ντροπή! — какой позор!;
είναι ντροπή και αίσχος — стыд и срам;
είναι ντροπή να... — стыдно...;
2) стыд, смущение, стеснение;άνθρωπος χωρίς ντροπή — человек без стыда;
δεν έχω ντροπή — или χάνω τη ντροπή — потерять стыд;
(κατα)κοκκινίζω από (την) ντροπή (μου) — сгорать от стыда
См. также в других словарях:
ρέζω — (I) και δωρ. και βοιωτ. τ. ῥέδδω Α 1. πράττω, διαπράττω, κατορθώνω (α. «ὅσ ἄν πεπνυμένος ἀνὴρ εἴποι καὶ ῥέζειε», Ομ. Οδ. β. «οὐδέν σε ῥέξω κακά», Ομ. Ιλ. γ. «ἡ πόλις ἡμᾱς οὐ καλῶς ἔρρεξε», Πλάτ.) 2. τελώ θυσία, θυσιάζω («ῥέζουσι ἑκατόμβας… … Dictionary of Greek